- Κορούνια, Λα
- Πόλη της Ισπανίας. Βλ. λ. Λα Κορούνια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Λα Κορούνια — (La Coru). Πόλη (236.379 κάτ. το 2001) της βορειοδυτικής Ισπανίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης διοικητικής περιφέρειας (7.949 τ. χλμ., 1.096.027 κάτ. το 2001). Είναι xτισμένη στις ακτές του Ατλαντικού ωκεανού και αποτελείται από έναν παλαιότερο… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Γαλικία — (Galicia). Ονομασία δύο περιοχών της Ευρώπης. 1. Ιστορική γεωγραφική περιοχή (πολων. Galicja, ουκρ. Halychyna, 83.740 τ. χλμ.) της κεντρικής Ευρώπης, διαμοιρασμένη σήμερα μεταξύ της Πολωνίας και της Ουκρανίας . Γνωστή παλαιότερα ως Ερυθρά Ρωσία… … Dictionary of Greek
αναρχία — Με τον όρο α. ή αναρχισμός εννοείται ένα σύνολο θεωριών, θέσεων, απόψεων, πρακτικών κλπ., που έχουν ως κοινό τους χαρακτηριστικό την πεποίθηση πως κάθε πολιτική εξουσία (κράτος, κυβέρνηση και νόμοι) είναι βλαβερή και περιττή (τόσο για το άτομο… … Dictionary of Greek
Αήττητη Αρμάδα — Oνομασία με την οποία χαρακτηρίστηκε ο στόλος που συγκρότησε ο Φίλιππος Β’ της Ισπανίας, με σκοπό να καταφέρει τελειωτικό πλήγμα στην αγγλική ναυτική δύναμη, που είχε αρχίσει να ανταγωνίζεται επικίνδυνα την Ισπανία. Ο στόλος περιλάμβανε 132… … Dictionary of Greek
Βαγιαδολίδ — (Valladolid). Πόλη (319.129 κάτ. το 2000) της βόρειας Ισπανίας, στο γεωγραφικό διαμέρισμα Καστίλης και Λεόν. Είναι χτισμένη στην αριστερή όχθη του Πισουέργκα, στη συμβολή του με τον Εσγκέβα, στο σημείο όπου συναντιούνται οι αυτοκινητόδρομοι και… … Dictionary of Greek
Δακορώνια — Αριστοκρατική οικογένεια από τη Θήρα (Σαντορίνη), ισπανικής καταγωγής. Το όνομά της προέρχεται από το ισπανικό Κορούνια (περιφέρεια της Ιβηρικής χερσονήσου στην Ισπανία). Γνωστότερο μέλος της οικογένειας υπήρξε ο Ιωάννης Δ., ιππότης του τάγματος… … Dictionary of Greek
Ιάκωβος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ι. ο πρεσβύτερος. Ένας από τους δώδεκα Αποστόλους. Ήταν ο μεγαλύτερος γιος του Ζεβεδαίου και αδελφός του Ιωάννη. Μαρτύρησε επί Ηρώδη Αγρίππα Α’, περίπου το έτος 42 μ.Χ. (Πράξεις των Αποστόλων κβ’).… … Dictionary of Greek
Μαδαριάγα, Σαλβαδόρ ντε- — (Salvador de Madariaga, Λα Κορούνια, 1886 – 1978). Ισπανός συγγραφέας και διπλωμάτης. Φιλελεύθερος της παλιάς σχολής, σπούδασε στη Γαλλία και έζησε για μεγάλο χρονικό διάστημα στην Αγγλία. Ο Μ. διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην πολιτική ζωή της… … Dictionary of Greek
Μενέντεθ Πιδάλ, Ραμόν — (Ramon Menendez Pidal, Λα Κορούνια, Γαλικία 1869 – Μαδρίτη 1968). Ισπανός φιλόλογος και κριτικός. Για πολλά χρόνια δίδαξε φιλολογία στο πανεπιστήμιο της Μαδρίτης. Το 1914 ίδρυσε το έγκυρο όργανο των Ισπανών φιλολόγων Revista de fllologia espanola … Dictionary of Greek